- διέταξα
- διατάσσωappointaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διέταξ' — διέταξα , διατάσσω appoint aor ind act 1st sg διέταξε , διατάσσω appoint aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάζω — (AM διατάσσω και διατάττω) 1. τακτοποιώ, διευθετώ 2. δίνω εντολή, προστάζω («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῑς δώδεκα μαθηταῑς αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. διατάξτε απάντηση που δείχνει προθυμία για υπακοή 2. νουθετώ, συμβουλεύω («γιατ… … Dictionary of Greek
λογεία — και μτγν. λογία, ἡ (Α) [λογεύω] 1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ) 2. έκτακτα… … Dictionary of Greek
διατάζω — διατάζω, διέταξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διατάσσω — διατάσσω, διέταξα βλ. πίν. 27 Σημειώσεις: διατάσσω, διατάσσομαι : στα λεξικά αναφέρεται ότι το ρήμα έχει και την έννοια του διατάζω (→ δίνω διαταγή σε κάποιον), ενώ στη σύγχρονη γλώσσα έχει διαχωριστεί η σημασία του και σημαίνει → τοποθετώ σε… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διατάζω — διάταξα και διέταξα, διατάχτηκα, διαταγμένος 1. τακτοποιώ, διευθετώ: Τα ρούχα στη βιτρίνα είναι πολύ όμορφα διαταγμένα. 2. δίνω διαταγή, ορίζω, προστάζω: Διατάζω σιωπή! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)